Στον υπέρηχο χρησιμοποιούμε έναν μηχανικό κραδασμό (ηχητικά κύματα) σε συχνότητα άνω των 20 khz και συγκεκριμένα στην συχνότητα του 1 mhz, που χρησιμοποιείται διεθνώς για να εκμεταλλευτούμε τις επιδράσεις της μηχανικής του ενέργειας και των βιολογικών του αποτελεσμάτων στον παθολογικό ιστό για θεραπευτικούς σκοπούς (και όχι μόνο).
Ο υπέρηχος χρησιμοποιείται σήμερα ευρέως, όπως είναι γνωστό, ακόμη και σε άλλους ιατρικούς τομείς, όπως στην οδοντιατρική (καθαρισμός των δοντιών), υπερηχογραφικά διαγνωστικά κέντρα, στην λιθοτριψία, γυναικολογία, ογκολογία κ.λπ.
Στον φυσιοθεραπευτικό υπέρηχο αξιοποιούμε κυρίως την μηχανική επίδραση της μοριακής του δόνησης και, κατά συνέπεια, το θερμικό αποτέλεσμα το οποίο όμως αν είναι υπερβολικό, μπορεί να ρυθμιστεί με τους κατάλληλους χειρισμούς (περιορίζοντας την ένταση της ισχύος).
Αν και ο όρος «υπέρηχος» χρησιμοποιείται συνήθως για να καθοριστεί η ακουστική φύση των ηχητικών κυμάτων τα οποία μεταδίδονται διαμέσου του αέρα στο δέρμα στην πραγματικότητα η κεφαλή του υπερήχου που χρησιμοποιείται (και η οποία περιέχει τον αισθητήρα που μετατρέπει την ηλεκτρική ενέργεια σε μηχανική ενέργεια), έχει σχεδιαστεί και για την καλύτερη λειτουργία του παρεμβάλλεται ειδική γέλη (gel) μεταξύ της κεφαλής του υπέρηχου και του δέρματος.
Επίσης, ο υπέρηχος μπορεί να χρησιμοποιηθεί βυθίζοντας την κεφαλή του μέσα σε ειδικό δοχείο με νερό (για τη θεραπεία δύσκολων ανατομικών περιοχών, όπως οι φάλαγγες των δακτύλων των άνω και κάτω άκρων).
Το ανθρώπινο σώμα, όπως είναι γνωστό, περιέχοντας νερό στο 70% περίπου, αποτελεί έναν πολύ καλό αγωγό για την μετάδοση των κυμάτων του υπερήχου. Ένα στοιχείο όμως που πρέπει να αποφεύγετε στην χρήση του υπέρηχου ως θεραπευτικό- διαγνωστικό μέσο είναι η ύπαρξη φυσαλίδων αερίων, οι οποίες μπορεί να είναι διαλυμένες μέσα στα υγρά, ή να εμφανίζονται μέσα στους ζώντες ιστούς ή να παρεμβάλλονται μεταξύ της κεφαλής του υπερήχου και του δέρματος.